Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Σύμπαν και Αντισύμπαν

Γνωρίζοντας ότι ένα άτομο ύλης αποτελείται από ένα θετικό πρωτόνιο, ένα ουδέτερο νετρόνιο και ένα αρνητικά φορτισμένο ηλεκτρόνιο και μετά την ανακάλυψη της  ύπαρξης αντιύλης, οι ερευνητές κατάφεραν το 1995 με τη βοήθεια της συσκευής LEAR (Low Energy Antiproton Ring) στο CERN να κατασκευάσουν ένα άτομο αντιύλης.
Στη συνέχεια αρκετοί επιστήμονες άρχισαν να κάνουν λόγο για την πιθανή ύπαρξη αντιπλανητών, αντιαστέρων, αντιγαλαξιών ή ακόμη και ολόκληρου σύμπαντος αντιύλης.
Το ερώτημα που ανέκυπτε ήταν που βρισκόταν αυτή η αντιύλη. Σύμφωνα με τις πρώτες επιστημονικές εκτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν για αυτό το θέμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η αντιύλη στο γαλαξία μας αποτελεί ποσοστό μικρότερο από το ένα στα εκατό εκατομμύρια. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το γιατί δε συναντούμε αντιύλη στο Ηλιακό Σύστημα και στο Γαλαξία.
Μια εξήγηση για την αδυναμία ανίχνευσης αντιύλης κάνει λόγο για διαχωρισμό μεταξύ ύλης και αντιύλης οπότε αυτές θα υπάρχουν σε διαφορετικές περιοχές του σύμπαντος χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Έτσι, οι επιστήμονες οδηγήθηκαν στην υπόθεση ότι ίσως μέσα στο σύμπαν να υπάρχουν απομονωμένα συστήματα αντιύλης τα οποία δεν αλληλεπιδρούν με την ύλη και τα οποία, οπτικά τουλάχιστον, δεν θα μπορούσαμε να τα ξεχωρίσουμε από την ύλη αν τα παρατηρούσαμε στο διάστημα. Θα φαίνονταν σαν συνηθισμένοι γαλαξίες και αστέρες.
Σύμφωνα με η θεωρία αυτή δηλαδή ζούμε σε μια περιοχή του σύμπαντος στην οποία υπάρχει μόνο ύλη. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ανοιχτή η δυνατότητα μικρές ποσότητες αντιύλης με τη μορφή στοιχειωδών αντισωματίων και αντιατόμων να φτάνουν στην περιοχή μας και να πέφτουν και πάνω στη Γη. Κατά την επαφή τους όμως με την ύλη της ατμόσφαιρας θα εξαϋλώνονταν και έτσι είναι πολύ δύσκολο να τα ανιχνεύσουμε (η θεωρητική και η πειραματική έρευνα απέδειξαν ότι όταν αντιύλη και ύλη έρχονται σε επαφή μεταξύ τους αλληλοεξουδετερώνονται και απελευθερώνουν μεγάλα ποσά ενέργειας).
Ως βάση λοιπόν αυτή τη θεωρία θα μπορούσαμε να δώσουμε μια εξήγηση για την τεράστια έκρηξη στην Τουνγκούσκα το 1908 και το τεράστιο ποσό ενέργειας που εκλύθηκε. Δεν είναι απίθανο να έπεσαν τότε από το διάστημα σωματίδια αντιύλης και κατά την επαφή τους με τα αντίστοιχα σωματίδια ύλης να εξαϋλώθηκαν και να παράχθηκε αυτό το ποσό της ενέργειας. Παρόλ’ αυτά η υπόθεση αυτή διαψεύδεται λόγω της ύπαρξης μετάλλων κοντά στο σημείο της έκρηξης αλλά και λόγω της αποτυχίας εντοπισμού ακτινοβολίας γ’ που είναι το μόνο «υπόλοιπο ενέργειας» μετά την εξαΰλωση των αντισωματιδίων.

Ιβανούδη Μαρία
Α’2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου